Ερανιστής

Κείμενα, άρθρα και ροές επιλεγμένων ειδήσεων

Θεωρία του πολέμου: τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμος στον 21ο αιώνα.


Αν θέλουμε να χαράξουμε μια σαφή εννοιολογική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ανταρτοπόλεμο και την τρομοκρατία, μπορούμε να πούμε ότι «ο  ανταρτοπόλεμος είναι μια ένοπλη αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας, η οποία λόγω της πραγματικής έκτασης και του ορατού ή λανθάνοντος δυναμικού της θέτει απτά ζήτημα αλλαγής του κατόχου της εξουσίας, ενώ από την τρομοκρατία, όσο επιδεικτικά κι αν αμφισβητεί αυτή την κατεστημένη εξουσία, λείπει ακριβώς τούτη η διάσταση». Οι τρομοκρατικές πράξεις στην αυγή του 21 αιώνα, στο βαθμό και όπου αυτές έχουν πολιτικά κίνητρα, αναφέρονται δηλαδή στη σφαίρα της πολιτικής επικοινωνίας, «μπορούν να χαρα­κτηρισθούν ως η απάντηση τού φτωχού στη στρατιωτική ισχύ του πλουσί­ου πρόκειται δηλαδή για μια πολιτική βούληση που δεν έχει τα πολεμικά μέσα για να εκφραστεί πλήρως και ανοιχτά σε επίπεδο ισοτιμίας με τον αντίπαλο», σημειώνει ακόμη  ο Παναγιώτης Κονδύλης, αναφερόμενος βασικά στη λεγόμενη διεθνή τρομοκρατία. Δείχνει ακόμη, πειστικά και ευφυέστατα κατά την εκτίμησή μου, «ότι τρομοκρατία ασκούμενη ως υποκατάστατο πολεμικής πράξης ενάντια σε μια μεγάλη Δύναμη δεν είναι πιθανό να προσ­λαμβάνει τη μορφή της δολοφονικής απόπειρας κατά μεμονωμένων προ­σώπων, όπως γινόταν τον 19ο αι. και στις αρχές τού 20ού στη Ρωσία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και όπως εν μέρει ξανάγινε κατά τη δε­καετία τού 1970 και τού 1980, κυρίως στη Γερμανία και στην Ιταλία».

Σύμφωνα με το ίδιο «εάν oι τρομοκρατικές ενέργειες επικεντρωθούν με την ίδια γνώση και με την ανάλογη επίμονη σε  κρίσιμους κόμβους, τότε είναι βέβαιο ότι μπορούν να γονατίσουν μια σύγχρονη δυτική κοινωνία. Και κρίσιμοι κόμβοι δεν είναι μόνον τα παντοειδή ηλεκτρονικά συστήματα, αλλά και oι μεγάλοι ενεργειακοί σταθμοί ή τα αποθέματα νερού, που προσβάλλονται εύκολα με ιούς· η χρήση χημικών και βιολογικών μέσων μπορεί επίσης να έχει σαρωτικά αποτελέσματα»

Ο συγγραφέας, μετά από μια αυστηρά περιγραφική συλλογιστική υποστηρίζει τη θέση ότι «ο ανταρτοπόλεμος σήμερα έχει προ­οπτικές μόνον εκεί όπου ταυτίζεται μ’ ένα πανεθνικό κίνημα εναντίον μιας ξένης Δύναμης η όπου δεν συναντά καμιάν αντίσταση γιατί το εσωτερικό καθεστώς έχει καταρρεύσει, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να επικρατήσει απέναντι σ’ έναν οργανωμένο και αρραγή τακτικό στρατό. Σημειώνει ακόμη   ότι «η παγκόσμια πλέον πληθυσμιακή συγκέντρωση στις πόλεις δημιουργεί εκεί δυνατότητες κινημάτων αιωρούμενων ανάμεσα σε τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά βρίσκουν στήριξη σε ευρύτερες μερίδες του πληθυσμού (π.χ. Αλγερία, τόσο στη δεκαετία του 1950 όσο και σήμερα). Ίσως λοιπόν να πέθανε η αν­τίληψη του Μάο Τσε Τούγκ για τον ανταρτοπόλεμο, ενώ ζει ακόμα εκείνη του Λένιν». Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη Η Θεωρία του Πολέμου. Γνωρίζω εμπειρικά ότι  ο Κονδύλης είναι πιθανότατα άγνωστος στην πλειονότητα των αναγνωστών του ιστολογίου, το πολύ κάποιοι να «άκουσαν» για το επίμετρο του εν λόγω βιβλίου που αναφέρονταν στις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας, και ακόμα λιγότεροι να «διάβασαν κάτι» σχετικό.  Το επίμετρο για τα ελληνοτουρκικά ακριβώς και όχι το βιβλίο που ήταν και το σημαντικότερο, πυροδότησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μια μάλλον άγονη συζήτηση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια εκτεταμένη επισκόπηση αυτών που προανέφερα μπορείτε να βρείτε στο ομώνυμο ιστολόγιο

[Θεωρία του πολέμου: τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμος στον 21ο αιώνα.]

Του Παναγιώτη Κονδύλη

 

“O Κονδύλης έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο, το όποιο, προ παντός χάρη στην aντιπαράθεσή του με την καθιερωμένη έρευνα, άνηκεt στα γονιμότερα πράγματα πού γράφτηκαν για τη θεωρία του πολέμου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έσφαξε πολλές «Ιερές αγελάδες» της δυτικοφιλελεύθερης Ιστορικής και πολιτικής επιστήμης”. Der Staat (Βερολίνο) “Ό Κονδύλης πέτυχε κατά εντυπωσιακό τρόπο να ερμηνεύσει από νέα σκοπιά τον Glausewitz και να δείξει τη διάσταση εκείνη της σκέψης του που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως πολιτική φιλοσοφία... Το βασικό επίτευγμα του νέου βιβλίου του Κονδύλη είναι μια καινούργια ερμηνεία του Clausewitz, η οποία πείθει τον αναγνώστη τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και με την αυστηρή συλλογιστική της”. Etappe (Φρανκφούρτη)  “Όπως oι προηγούμενες εργασίες του Κονδύλη, έτσι και αυτό το βιβλίο χαρακτηρίζεται από την εξαιρετική Ικανότητα να συνδυάζει τη δύναμη της θεωρητικής επεξεργασίας με τη συστηματική ανακατασκευή των Ιστορικών φαινομένων. ξεκινώντας από ένα αντικείμενο ειδικό, όπως o πόλεμος. αλλά συνάμα κεντρικό λόγω της σημασίας και της επικαιρότητας του.”Filosofia Politica (Μπολώνια) “Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μιαν επανάσταση στην ερμηνεία του Gausewitz... ύψιστη ερμηνευτική δεξιοτεχνία... Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ή μελέτη τού Κονδύλη διεκδικεί τα σκήπτρα της μόνης έγκυρης ερμηνείας του Glausewitz από το αντίστοιχο έργο τού Raymond Arort.” Neue Zurcher Zeitung (Ζυρίχη) “O Κονδύλης έγραψε αναμφίβολα ένα βιβλίο που μάς λέει δυσάρεστα πράγματα. Αλλά ακριβώς γι' αυτό είναι ένα σημαντικό βιβλίο”. Der Standard (Βιέννη) Πηγή: οπισθόφυλλο.

“O Κονδύλης έγραψε ένα σημαντικό βιβλίο, το όποιο, προ παντός χάρη στην aντιπαράθεσή του με την καθιερωμένη έρευνα, άνηκεt στα γονιμότερα πράγματα πού γράφτηκαν για τη θεωρία του πολέμου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έσφαξε πολλές «Ιερές αγελάδες» της δυτικοφιλελεύθερης Ιστορικής και πολιτικής επιστήμης”. Der Staat (Βερολίνο) " Ό Κονδύλης πέτυχε κατά εντυπωσιακό τρόπο να ερμηνεύσει από νέα σκοπιά τον Glausewitz και να δείξει τη διάσταση εκείνη της σκέψης του που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως πολιτική φιλοσοφία... Το βασικό επίτευγμα του νέου βιβλίου του Κονδύλη είναι μια καινούργια ερμηνεία του Clausewitz, η οποία πείθει τον αναγνώστη τόσο από την άποψη του περιεχομένου όσο και με την αυστηρή συλλογιστική της”. Etappe (Φρανκφούρτη) “Όπως oι προηγούμενες εργασίες του Κονδύλη, έτσι και αυτό το βιβλίο χαρακτηρίζεται από την εξαιρετική Ικανότητα να συνδυάζει τη δύναμη της θεωρητικής επεξεργασίας με τη συστηματική ανακατασκευή των Ιστορικών φαινομένων. ξεκινώντας από ένα αντικείμενο ειδικό, όπως o πόλεμος. αλλά συνάμα κεντρικό λόγω της σημασίας και της επικαιρότητας του.”Filosofia Politica (Μπολώνια) “Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μιαν επανάσταση στην ερμηνεία του Gausewitz... ύψιστη ερμηνευτική δεξιοτεχνία... Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ή μελέτη τού Κονδύλη διεκδικεί τα σκήπτρα της μόνης έγκυρης ερμηνείας του Glausewitz από το αντίστοιχο έργο τού Raymond Arort.” Neue Zurcher Zeitung (Ζυρίχη) “O Κονδύλης έγραψε αναμφίβολα ένα βιβλίο που μάς λέει δυσάρεστα πράγματα. Αλλά ακριβώς γι' αυτό είναι ένα σημαντικό βιβλίο”. Der Standard (Βιέννη) Πηγή: οπισθόφυλλο.

Χώρες ανήμπορες να ανταποδώσουν, έστω και με λίγα, άλλα επώδυνα πλήγματα από μακριά, τα πολλά πλήγματα πού θα δέχονταν από κοντά, θα ήσαν αθύρματα στα χέρια τού πλανητικού ηγεμόνα και θα μεταβάλλον­ταν σε πεδίο ασκήσεων και δοκιμών της στρατιωτικής του τεχνολογίας και της πολεμικής του ετοιμότητας. Έτσι, σύντομοι και εντατικοί, οιονεί «χειρουργικοί» πόλεμοι, όπου η υψηλή στρατιωτική τεχνολογία θα εκδιπλώνει ανεμπόδιστα τις δυνατότητες της και θα κρίνει αποκλειστικά την έκβαση του πολέμου, είναι πιθανοί μονάχα όταν ο ένας από τους δύο εμ­πολέμους, ο «χειρούργος» δηλαδή, υπερέχει λίγο-πολύ συντριπτικά· όσοι λοιπόν προβλέπουν ότι στο μέλλον θα επικρατήσει αύτη η μορφή πολέ­μου στην πραγματικότητα έχουν απλώς κατά νουν έναν ορισμένο συσχετισμό δυνάμεων. Με δεδομένο αυτόν τον συσχετισμό, ο ασθενέστερος μόνο μία δυνατότητα έχει να μεταφέρει (εν μέρει) τον πόλεμο στο έδαφος του ισχυρότερου, να επιτύχει δηλαδή με άλλα μέσα ό,τι μια μεσαία η μεί­ζων δύναμη θα κατάφερνε με τους βαλλιστικούς της πυραύλους, η δυνατότητα αυτή είναι η τρομοκρατία και η δολιοφθορά.

Oι δυνάμεις, oι οποίες διεκδικούν αυτονόητα για τον εαυτό τους το δικαίωμα επεμβάσεως ο­πού και όποτε θέλουν, επικαλούμενες – και αυτό ούτε καν πάντα – «αν­θρωπιστικούς» και «ειρηνευτικούς» σκοπούς, Θα μάθουν σε διάφορες περιπτώσεις στο μέλλον ότι η επέμβαση δεν εξάγεται μόνον υπό μορφή στρατιωτικών επιχειρήσεων αλλά και εισάγεται υπό μορφή τρομοκρατι­κών ενεργειών. Όπου αυτές έχουν πολιτικά κίνητρα, μπορούν να χαρα­κτηρισθούν ως η απάντηση τού φτωχού στη στρατιωτική ισχύ του πλουσί­ου πρόκειται δηλαδή για μια πολιτική βούληση που δεν έχει τα πολεμικά μέσα για να εκφραστεί πλήρως και ανοιχτά σε επίπεδο ισοτιμίας με τον αντίπαλο. Ωστόσο κάθε γενικός ορισμός της τρομοκρατίας είναι επισφαλής, όχι μόνον εξ αιτίας του πλήθους των μορφών και των πηγών της, αλλά και γιατί δύσκολα αποφεύγει κανείς, ως φίλος, τον εξωραϊσμό ή, ως εχθρός, το ανάθεμα. Ας μείνουμε λοιπόν σε κριτήρια πιο χειροπιαστά κι ας παρατηρήσουμε ότι τρομοκρατία ασκούμενη ως υποκατάστατο πολεμικής πράξης ενάντια σε μια μεγάλη Δύναμη δεν είναι πιθανό να προσ­λαμβάνει τη μορφή της δολοφονικής απόπειρας κατά μεμονωμένων προ­σώπων, όπως γινόταν τον 19ο αι. και στις αρχές τού 20ού στη Ρωσία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και όπως εν μέρει ξανάγινε κατά τη δε­καετία τού 1970 και τού 1980, κυρίως στη Γερμανία και στην Ιταλία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, φορείς των τρομοκρατικών πράξεων ήσαν μι­κρές ομάδες εξεγειρόμενες εναντίον του εσωτερικού καθεστώτος της χώ­ρας τους. το όποιο στα μάτια τους το συμβόλιζαν κατά τον ένα ή τον άλ­λο τρόπο τα δολοφονούμενα πρόσωπα. Αν όμως οι τρομοκρατικές ενέργειες κατευθύνονται από ένα εξωτερικό κέντρο και σκοπεύουν να βλά­ψουν μια ξένη Δύναμη, ει δυνατόν όσο θα την έβλαπτε και ένας κανονικός πόλεμος, τότε πρέπει ν’ αναζητήσουν άλλο πεδίο.

Αυτό το προσφέρει η ίδια η ύφη της υψηλά εκτεχνικευμένης κοινωνίας, η οποία από πρώτη όψη είναι απείρως περίπλοκη, διακλαδωμένη και κατακερματισμένη, ενώ στην πραγματικότητα η λειτουργία της εξαρτάται από σχετικά ολιγάριθμα ενεργειακά και πληροφορικά κέντρα. Γι’ αυτό και είναι στο σύνολο της τόσο τρωτή όσο δεν ήταν καμιά κοινωνία τού παρελθόντος. Ένας αξιω­ματούχος της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είπε πρόσφατα ότι αν είχε στη διάθεση του ένα δισ. δολάρια και 20 ικανούς hackers θα μπο­ρούσε να παραλύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σίγουρα δεν πρόκειται για κομπορρημοσύνη, αλλά για δήλωση βασιζόμενη σε βαθειά γνώση των πραγμάτων και των συσχετισμών τους. Εάν oι τρομοκρατικές ενέργειες επικεντρωθούν με την ίδια γνώση και με την ανάλογη επίμονη σε τέτοιους κρίσιμους κόμβους, τότε είναι βέβαιο ότι μπορούν να γονατίσουν μια σύγχρονη δυτική κοινωνία. Και κρίσιμοι κόμβοι δεν είναι μόνον τα παντοειδή ηλεκτρονικά συστήματα, αλλά και oι μεγάλοι ενεργειακοί σταθμοί ή τα αποθέματα νερού, που προσβάλλονται εύκολα με ιούς· η χρήση χημικών και βιολογικών μέσων μπορεί επίσης να έχει σαρωτικά αποτελέσματα, αν σκεφθούμε λ.χ. ότι με 30 κιλά άνθρακος σκοτώνονται 30.000 άνθρωποι. Το μεγάλο μειονέκτημα μικρών, και μάλιστα μη δυτικών χω­ρών, oι όποιες θα επιθυμούσαν να κάμουν εξαγωγή τρομοκρατικών ενεργειών στις δυτικές μητροπόλεις, είναι η ελλιπής γνώση του περιβάλλοντος και η οργανωτική αδεξιότητα, ιδιαίτερα σε σύνθετα και φιλόδοξα εγχειρήματα, όπως επίσης και η σχετική ανικανότητα άριστου συσχετισμού μέσων και σκοπών, έτσι ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο πολιτικό και ψυχολογικό αποτέλεσμα, άλλωστε η πρόκληση γενικής υστερίας σε κοινωνίες εθισμένες στην ευημερία και στην ασφάλεια δεν αποτελεί καθ’ εαυτήν δύ­σκολη υπόθεση, απεναντίας μάλιστα: φαίνεται ότι ακριβώς σε τέτοιες κοινωνίες η ροπή προς την υστερία είναι ιδιαίτερα έντονη.

Εφ’ όσον εδώ δεν εξετάζουμε την τρομοκρατία γενικά, αλλά μονάχα ως υποκατάστατο η ως συνέχιση ενός πολέμου μεταξύ κρατών, μιλούμε όχι για γηγενή, αλλά για εισαγόμενη τρομοκρατία (έστω και άν γηγενείς συνεργάζονται με το ξένο κράτος πού υποκινεί τις τρομοκρατικές ενέργειες). Η διάκριση είναι κρίσιμη ως προς την πιθανή έκταση και τις πιθα­νές προοπτικές της τρομοκρατικής δράσης. Η εισαγόμενη τρομοκρατία μπορεί να επιφέρει αξιόλογα αποτελέσματα, όμως προφανώς δεν είναι δυνατόν να πάρει αξιόλογες διαστάσεις, τουλάχιστον με την έννοια ότι θα βρει ερείσματα σ’ έναν ευρύτερο κύκλο συμπαθούντων. Απεναντίας, φιλο­δοξία κάθε γηγενούς τρομοκρατίας, αν και συνήθως απραγματοποίητη, είτε να μετεξελιχθεί σε ανταρτοπόλεμο με απόρθητες βάσεις εξορμήσεως και με πλήθος υποστηρικτών ή συνοδοιπόρων. Όπως βέβαια διδάσκει η ιστορική εμπειρία, η διεξαγωγή ανταρτοπόλεμου συνεπάγεται κατά κανόνα πράξεις τρομοκρατίας, ωστόσο ανάμεσα σε ανταρτοπόλεμο και τρο­μοκρατία μπορούμε να χαράξουμε μια εννοιολογική διαχωριστική γραμμή λέγοντας ότι ανταρτοπόλεμος είναι μια ένοπλη αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας, η οποία λόγω της πραγματικής έκτασης και του ορατού η λανθάνοντος δυναμικού της θέτει απτά ζήτημα αλλαγής του κατόχου της εξουσίας, ενώ από την τρομοκρατία, όσο επιδεικτικά κι αν αμφισβητεί αυτή την κατεστημένη εξουσία, λείπει ακριβώς τούτη η διάσταση. Αν θελήσουμε τώρα ν’ αποτιμήσουμε τις δυνατότητες του ανταρτοπολέ­μου και της τρομοκρατίας στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής, θα πρέπει μάλλον να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη έχει πολύ περισσότερες από τον πρώτο, και μάλιστα ακριβώς επειδή οι πρα­κτικοί πολιτικοί της σκοποί είναι αναγκαστικά πολύ πιο περιορισμένοι. Ο λόγος είναι ότι οι ίδιες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, οι οποίες δίνουν στην τρομοκρατία τους στόχους της, αφαιρούν από τον ανταρτοπόλεμο το παραδοσιακό έδαφος της ανάπτυξης του. Η διαφωτισμένη και περί­πλοκη κοινωνία, της οποίας η λειτουργία, καθώς είπαμε, εξαρτάται από σχετικά λίγα κέντρα -τους στόχους της τρομοκρατίας στο μέλλον-, συγ­κεντρώνει ταυτόχρονα τους ανθρώπους στις πόλεις, κάνει την ύπαιθρο πληθυσμιακά, οικονομικά και πολιτικά αμελητέα. Καθώς η διαδικασία αύτη επιτελείται σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ανταρτοπόλεμος χάνει το πε­δίο της εκδίπλωσης του ακόμα και στην Ασία η στη Λατινική Αμερική· άλλωστε η ήδη αποψιλωμένη ύπαιθρος είναι όσο ποτέ άλλοτε εκτεθειμένη στα όπλα και προσιτή στα μεταφορικά μέσα του τακτικού στρατού. Έτσι, τα μειονεκτήματα των ανταρτικών σωμάτων έναντι του τελευταίου επαυξάνονται, ενώ παράλληλα εκλείπουν όλο και περισσότερο οι ιστορι­κές προϋποθέσεις που εξέθρεψαν τα αντάρτικα κινήματα, προ παντός ο εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός αγώνας. Μπορούμε λοιπόν να επαναλάβουμε εμφατικά τη θέση ότι ο ανταρτοπόλεμος σήμερα έχει προ­οπτικές μόνον εκεί όπου ταυτίζεται μ’ ένα πανεθνικό κίνημα εναντίον μιας ξένης Δύναμης η όπου δεν συναντά καμιάν αντίσταση γιατί το εσωτερικό καθεστώς έχει καταρρεύσει, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να επικρατήσει απέναντι σ’ έναν οργανωμένο και αρραγή τακτικό στρατο.37 Ας σημειώσουμε επιπρόσθετα ότι η παγκόσμια πλέον πληθυσμιακή συγκέντρωση στις πόλεις δημιουργεί εκεί δυνατότητες κινημάτων αιωρούμενων ανάμεσα σε τρομοκρατία και ανταρτοπόλεμο, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά βρίσκουν στήριξη σε ευρύτερες μερίδες του πληθυσμού (π.χ. Αλγερία, τόσο στη δεκαετία του 1950 όσο και σήμερα). Ίσως λοιπόν να πέθανε η αν­τίληψη του Μάο Τσε Τούγκ για τον ανταρτοπόλεμο, ενώ ζει ακόμα εκείνη του Λένιν.

Σχολιάστε